- τσαγανό
- dayanıklılık, vefa
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τσαγανό — το, Ν φιλότιμο … Dictionary of Greek
τσαγανός — ο 1. ο κάβουρας, το καβούρι. 2. η υποδοχή της ραπτομηχανής που δέχεται τη σαΐτα με το μασουράκι. 3. μτφ., ζήλος, όρεξη για δουλειά: Δεν έχει τσαγανό μέσα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)